- τριγωνισμούς
- τριγωνισμόςdisposition of numbers triangular-wisemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριγωνομέτρης — ο, Ν 1. γεωδαίτης που εκτελεί τριγωνισμούς 2. τοπομετρογραφος που εκτελεί τοπικούς ή γραφικούς τριγωνισμούς 3. όργανο που προορίζεται για την επίλυση προβλημάτων σχετικών με τα τρίγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω… … Dictionary of Greek
γεωτριγωνισμός — ο τριγωνισμός* ο οποίος εκτελείται από το έδαφος. (Ο όρος πλάστηκε προς διάκριση από τον αεροτριγωνισμό και τον ακτινοτριγωνισμό. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται για καθαρά γεωδαιτικούς τριγωνισμούς) … Dictionary of Greek